ακριβοθώρητος — η, ο αυτός που σπάνια εμφανίζεται, ο πολύ επιθυμητός: Τελευταία μας έγινες πολύ ακριβοθώρητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθώρητος — η, ο [θωρώ] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν δει, αθέατος 2. ακριβοθώρητος, απλησίαστος, απρόσιτος 3. κρυμμένος από τα βλέμματα, απόκρυφος 4. παραμελημένος, αφρόντιστος 5. αλλαγμένος στη θωριά, αγνώριστος 6. απρόσεχτος, ξένοιαστος … Dictionary of Greek
ακριβοθωρώ — 1. βλέπω κάτι με προσοχή, τό φροντίζω με ενδιαφέρον και στοργή 2. βλέπω κάποιον σπάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο + θωρώ. ΠΑΡ. ακριβοθώρητος] … Dictionary of Greek
ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… … Dictionary of Greek
ακριβομίλητος — η, ο λιγομίλητος: Ήταν τύπος περίεργος, ακριβοθώρητος κι ακριβομίλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)